24/7 Support number 1-555-555-555

ΟικομουσείοΦολέγανδρος

Το Οικομουσείο στην Άνω Μεριά Φολεγάνδρου πρωτολειτούργησε το καλοκαίρι του 1988 και ανήκει στον Πολιτιστικό Σύλλογο «Η ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΣ».

Από το δημόσιο δρόμο που οδηγεί από το Κάστρο στην Άνω Μεριά, αριστερά, ένα στενό βραχώδες μονοπάτι, ανάμεσα από τα τοιχαλάκια των χωραφιών, οδηγεί στην είσοδο της θημωνιάς. Περιβάλλεται με ξερολιθιά που εμείς την ανυψώσαμε λίγο με πέτρες που μαζέψαμε από τα γύρω χωράφια για να ξεχωρίζει. Η είσοδος κλείνει με μια χαμηλή ξύλινη καγκελόπορτα, αντίγραφο της παλιάς. Τα σκαλιά είναι ανανεωμένα.

Δεξιά είναι το παλιότερο κτίσμα, άγνωστο από ποιον αιώνα. Υπολογίζουμε το 18ο αι. να ήταν ήδη χτισμένο. Χωρίζεται σε τρεις χώρους: στην κατοικία, στο κελάρι και στο φούρνο.
Οι τοίχοι ορθώνονται με ξερολιθιά, δηλαδή χωρίς συνδετικό υλικό. Η ικανότητα του μάστορα ήταν στο διάλεγμα της κατάλληλης πέτρας και στο αρμολόγημα της μεγάλης με τη μικρή. Ήταν μια τέχνη που έπρεπε να την κατέχουν όλοι οι γεωργοί για τις δικές τους ανάγκες.

Όσα σημεία των τοίχων βρέθηκαν γκρεμισμένα συμπληρώθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Στα υπόλοιπα τμήματα των τοίχων έγινε μόνο το λεγόμενο «μπουκαρολόγημα», δηλαδή με μικρές πέτρες έκλεισαν τα κενά ανάμεσα στις μεγάλες. Τους τοίχους αφήσαμε ασοβάτιστους εξωτερικά, όπως τους βρήκαμε. Σε όλους τους αιώνες της πειρατίας έμεναν ασοβάτιστοι, στο ίδιο χρώμα των βράχων, για να μη διακρίνονται από μακριά, φαινόμενο γνωστό και από άλλα κυκλαδίτικα νησιά. Το ασβέστωμα και το λεγόμενο «σαρδέλωμα» είναι συνήθεια στις Κυκλάδες των νεότερων αιώνων.Τα δάπεδα και στους τρεις χώρους είναι χωμάτινα με καθαρό ειδικό χώμα, καλά στρωμένο. Όμοια στρώση είχαν και τα βυζαντινά σπίτια, όπως διαπιστώνεται στις ανασκαφές. Οι μάστοροί μας έκαναν καινούργια «πάτωση» όπως λέγεται, όμοια με τα ίχνη που διαπιστώθηκαν. Ανανεώθηκαν και οι γκρεμισμένες οροφές και τα δώματα. Ακολουθήθηκε η πατροπαράδοτη από αιώνες τεχνική που εφαρμοζόταν και σε όλες τις Κυκλάδες: η οροφή καλύπτεται με μεγάλες σχιστόπλακες. Τις συγκρατούν δοκάρια από κορμούς δέντρων, χωρίς να λειανθούν, που διατρέχουν όλο το πλάτος του δωματίου, γι’ αυτό και τα κτίσματα πάντα είναι στενόμακρα για να επαρκεί το μήκος των κορμών. Για τα δοκάρια χρησιμοποιούσαν τον κορμό από άγριο κυπαρίσσι, που λέγεται «φείδα», αιώνιας αντοχής. Εκείνους τους αιώνες φύονταν στη γη της Φολεγάνδρου τέτοια δέντρα, όμως από το 19ο αι. δεν ξαναφυτρωσαν πια. Πάνω στις πλάκες της οροφής ή στις ραφές μόνο, στρώνεται μια λάσπη από ασβέστη και χώμα, γίνεται η «ρόδωση», όπως ονομάζεται η κάλυψη αυτή. Μετά τη «ρόδωση» στρώνονται ξερά φύκια σε παχιά στρώση και τελικά καλύπτεται όλο το δώμα με ένα λιπαρό καθαρό χώμα που όταν ξεραθεί γίνεται αδιάβροχο. Οι παλιές ξύλινες πόρτες αντικαταστάθηκαν με ακριβέστατη αντιγραφή, μαζί και οι παράδοξες ξύλινες κλειδαριές με το ξύλινο κλειδί.

Ο μεγαλύτερος από τους τρεις χώρους χρησίμευε για κατοικία ως το 19ο αι. Εδώ μέσα γεννήθηκαν τα τέσσερα τελευταία παιδιά. Στα τέλη του 19ου αι. όταν η οικογένεια έκτισε την καινούργια της κατοικία, χρησίμευε πια για κελάρι, όπου φύλαγαν τη σοδειά τους. Εκεί άφηναν και τα εργαλεία της δουλειάς. Στο διπλανό χώρο είναι το λιοτριβιό. Ακολουθώντας όμως τη σειρά της διαδικασίας του λαδιού αρχίζουμε την επίσκεψη από τον έξω, τον ύπαιθρο χώρο.

Πάνω σε ένα υπερυψωμένο κτιστό κυκλικό πέτρινο βάθρο βρίσκεται ο βαρύς πέτρινος «κύλινδρας» που συνθλίβει τις ελιές, καθώς περιστρέφεται από τρεις άνδρες. Ο πολτός μαζεύεται σε ειδικούς σάκκους πλεγμένους στο χέρι από τις γυναίκες και μεταφέρεται μέσα στο δωμάτιο του λιοτριβιού. Εκεί ο σάκκος τοποθετείται σε μια μεγάλη πλάκα προσαρμοσμένη στον τοίχο πλάγια και με ένα ειδικό, δουλεμένο ξύλινο μοχλό (το «αντί»), στηριγμένο σε βαθούλωμα του τοίχου, πιέζεται ο σάκκος και το λάδι κυλάει σε ειδικό πήλινο δοχείο, που λέγεται «μάρκο». Μέσα στο δωμάτιο του λιοτριβιου πάντα υπάρχει και η πυροστιά για το βραστό νερό που ξεχωρίζει το λάδι.

Ο τρίτος χώρος του κτίσματος είναι ο φούρνος που έκαιγε με αγκάθια, σχίνα και θυμάρια. Δενδρόξυλα δεν υπάρχουν στο νησί. Σώζεται ακόμα και η πυροστιά, το ράφι, και συμπληρώθηκε με όλα τα πρεπούμενα του φούρνου.

Η καπνοδόχος, «ο φλάρος», είναι πάντα ένα πήλινο πιθάρι χωρίς πάτο. Στην άλλη μεριά της θημωνιάς είναι χτισμένος με τοίχους από ξερολιθιά ο χώρος των ζώων, «η μάντρα». Αφού συντηρήθηκαν οι τοίχοι και η οροφή, διαμορφώθηκε ένα δωμάτιο για αποθήκη και το αποχωρητήριο. Μέσα σε έναν από τους τοίχους κρύφτηκε το ντεπόζιτο του νερού που γεμίζει με κουβαλητό νερό.

Το νερό του οικισμού άλλοτε και τώρα είναι μόνο το βρόχινο, που από τα δώματα κυλούσε στις στέρνες. Στη θημωνιά διασώθηκαν δύο στέρνες που στεγανοποιήθηκαν και καθαρίστηκαν. Διασώθηκε και το μικρό αλωνάκι της θημωνιάς, σχεδόν ακέραιο. Στο κέντρο της θημωνιάς σώζεται το πιο πρωτόγονο πατητήρι. Στην επιφάνεια του βράχου είχαν σκαλίσει και χτίσει έναν ορθογώνιο λάκκο. Εκεί πατούσαν τα σταφύλια με τα πόδια. Από τον πυθμένα του λάκκου κυλούσε το κρασί σε ένα κυκλικό χαμηλότερο λάκκο του βράχου, που σώζει ακόμα το χρώμα του κρασιού. Είναι η προσαρμογή της φύσης στη χρήση του ανθρώπου.

Κοντά στη στέρνα είχαν στήσει με μεγάλες πλάκες την επίσης πρωτόγονη πλύστρα των ρούχων.

Στη βορινή πλευρά βρίσκεται το λεγόμενο «περιβόλι» με τη μοναδική λεμονιά. Περιβάλλεται από ψηλή κυκλική ξερολιθιά για να προφυλαχτεί η λεμονιά από τους δυνατούς ανέμους.Σε όλη την ανατολική πλευρά της θημωνιάς ήταν φυτεμένο ένα φτωχό αμπελάκι με τα απαραίτητα τοιχαλάκια που συγκρατούν το λιγοστό χώμα. Στη δυτική πλευρά φυτεύτηκαν αρμυρίθρες με την ελπίδα ότι οι άνεμοι θα τις αφήσουν να επιζήσουν. Στη δυτική πλευρά της θημωνιάς χτίστηκε γύρω στα 1900 το καινούργιο σπίτι. Ήταν η κατοικία της τελευταίας οικογένειας που έζησε εδώ με τα τέσσερα παιδιά, αυτά που γεννήθηκαν μέσα στο παλιό σπίτι. Συγκριτικά με την παλιά είναι μια εξελιγμένη κατοικία με τρεις χώρους. Εδώ αναγνωρίζεται η καλλιτεχνική έκφραση της φολεγάνδριας γυναίκας, που υφαίνει ό,τι χρειάζεται για να ντυθεί το σπίτι, βάφει τις ντάμιες στις πλάκες του δαπέδου, φυτεύει τα φτωχά φυτά στην «αλτάνα» του προαύλιου και συνδράμει σε κάθε ανάγκη του σπιτιού και του χωραφιού.

Η οροφή του σπιτιού είναι με δοκάρια από φείδες και πλάκες. Το δώμα ανανεώθηκε όλο με τη γνωστή κυκλαδίτικη τεχνική και τα αυθεντικά υλικά. Φως ηλεκτρικό δεν υπάρχει ούτε και θα μπει. Ανάμεσα στο σπίτι και στη στέρνα είναι ένας περιορισμένος χώρος για τον ορνιθώνα, «ο λάκκος» όπως τον λένε οι ντόπιοι. Οι δυσκολίες που είχαμε να αντιμετωπίσουμε ήταν πολλές. Όπως π.χ. στις μεταφορές των υλικών που έγιναν με τη βοήθεια των ζώων. Στις αρχές είχαμε να αντιμετωπίσουμε και τη δυσπιστία των κατοίκων. Όταν έσβησε η δυσπιστία και άρχισε το ενδιαφέρον, είχαμε να αντιμετωπίσουμε την αντιζηλία των κατοίκων της Χώρας για την ίδρυσή του στην Άνω Μεριά και όχι στο Κάστρο. Τώρα που έγινε κατανοητό ότι η μορφή του Μουσείου αφηγείται την ιστορία όλου του νησιού έχουμε τη συνδρομή και την αγάπη και των δύο Κοινοτήτων και οι κάτοικοι προσφέρουν στο Μουσείο με προθυμία κάποιο κατάλοιπο του παρελθόντος.

Το Μουσείο αυτό, που εικονίζει τον τρόπο ζωής μιας αγροτικής μονάδας του παρελθόντος, είναι ένα είδος οικομουσείου, όπως το ονομάζει η σύγχρονη Μουσειολογία. Το οικομουσείο έχει τη δυνατότητα να προσφέρει στη νέα γενιά «τη γνώση της ταυτότητάς της», παρακολουθώντας τις μεταβολές που φέρνει ο χρόνος στις οικονομικές, πολιτιστικές, κοινωνικές και οικολογικές συνθήκες της ζωής. Και ακόμα μπορεί να προσφέρει στοιχεία μελέτης στη λαογραφία για τις πηγές του Ελληνισμού.

Κατεβάστε το φυλλάδιο του Οικομουσείου

Αποστάσεις:
από Χώρα 4.2 km
από Καραβοστάση 7.6 km
από Άνω Μεριά 1.1 km
από Αγκάλι 2 km
Προσβάσιμο με: Αυτοκίνητο / Μηχανάκι / Τοπικό Λεωφορείο